περίπικρος

περίπικρος
περίπικρος, ον (Philod., Ira [=Περὶ ὀργῆ PHercul. 182] p. 6 Wilke; Vi. Aesopi I G 38 P. and other later wr.) very bitter fig., of a glance βλέμμα π. a very bitter look Hs 6, 2, 5.—DELG s.v. πικρός.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • περίπικρος — very harsh masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίπικρος — ον, ΜΑ 1. εξαιρετικά πικρός 2. πολύ στυφός …   Dictionary of Greek

  • περίπικρον — περίπικρος very harsh masc/fem acc sg περίπικρος very harsh neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπίκρους — περίπικρος very harsh masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίπικροι — περίπικρος very harsh masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”